Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυκλοθυμικός
1 εγγραφή
κυκλοθυμικός -ή -ό [kikloθimikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κυκλοθυμία, που χαρακτηρίζεται από κυκλοθυμία: Kυκλοθυμική συμπεριφορά. Kυκλοθυμικές αντιδράσεις. Είναι ~, πάσχει από κυκλοθυμία. || (ως ουσ.).

[λόγ. < γερμ. Zyklothyme < Zyklothymie = κυκλοθυμ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες