Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτ
38 εγγραφές [11 - 20]
κτηνιατρείο το [ktiniatrío] Ο39 : το ιατρείο του κτηνιάτρου, όπου περιθάλπονται τα άρρωστα ζώα.

[λόγ. κτηνίατρ(ος) -είον]

κτηνιατρική η [ktiniatrikí] Ο29 : επιστήμη που έχει σκοπό τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας ή την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών των ζώων.

[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ική, θηλ. του -ικός]

κτηνιατρικός -ή -ό [ktiniatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην κτηνιατρική: ~ σύλλογος. Kτηνιατρικό συνέδριο. Kτηνιατρική σχολή / κλινική.

[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ικός]

κτηνίατρος ο [ktiníatros] Ο20α θηλ. κτηνίατρος [ktiníatros] Ο36 : ειδικός γιατρός που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπεία των ασθενειών των ζώων.

[λόγ. < ελνστ. κτηνίατρος `γιατρός βοοειδών΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κτηνο- [ktino] & κτηνό- [ktinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κτην- [ktin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσιαστικό κτήνος ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά επιστημονικές λέξεις: κτηνασφάλεια· ~τρόφος, ~τροφία· κτηνόμορφος. || (μτφ.) κτηνάνθρωπος, ζωώδης. || (επιστ.) κτηνίατρος· κτηνιατρική· κτηνιατρικός.

[λόγ. < ελνστ. κτην(ο)- θ. του αρχ. ουσ. κτῆνο(ς) `ζώο΄ ως α' συνθ.: ελνστ. κτην-ίατρος, κτηνο-βασία]

κτηνοβασία η [ktinovasía] Ο25 : διαταραχή του γενετήσιου ενστίκτου, κατά την οποία η συνουσία με ζώα αποτελεί τη μέθοδο για την επίτευξη σεξουαλικής διέγερσης.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοβασία]

κτηνοβάτης ο [ktinovátis] Ο10 θηλ. κτηνοβάτισσα [ktinovátisa] Ο27 & (λόγ.) κτηνοβάτις [ktinovátis] : αυτός που επιδίδεται στην κτηνοβασία.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοβάτης· λόγ. κτηνοβάτ(ης) -ισσα, -ις]

κτήνος το [ktínos] Ο46 : 1. παλαιότερη ονομασία μεγάλων ζώων, ιδίως οικόσιτων. 2α. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν ~. Φέρθηκε σαν ~. Tρώει σαν ~, πάρα πολύ. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. β. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) για άνθρωπο χυδαίο, ωμό και απάνθρωπο, με κατώτερα ένστικτα· (πρβ. ζώο): Aυτό το ~ την παράτησε ολομόναχη.

[λόγ.: 1: αρχ. κτῆνος· 2: σημδ. ιταλ. bestia & νεοελλ. ζώο]

κτηνοτροφή η [ktinotrofí] Ο29 : τροφή που προορίζεται για εκτρεφόμενα ζώα· (πρβ. ζωοτροφή).

[λόγ. κτηνο- + τροφή]

κτηνοτροφία η [ktinotrofía] Ο25 : συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή ζώων με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευσή τους ή την εκμετάλλευση και αξιοποίηση των προϊόντων τους.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοτροφία `αγελαδοτροφία΄]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες