Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κτηνιατρική η [ktiniatrikí] Ο29 : επιστήμη που έχει σκοπό τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας ή την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών των ζώων.
[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ική, θηλ. του -ικός]
- κτηνιατρικός -ή -ό [ktiniatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην κτηνιατρική: ~ σύλλογος. Kτηνιατρικό συνέδριο. Kτηνιατρική σχολή / κλινική.
[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ικός]



