Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρώζω [krózo] Ρ2.2α : για τον κόρακα και ορισμένα άλλα πουλιά, βγάζω φωνή, κάνω κρα κρα· κράζω. || (επέκτ.) για άνθρωπο που κραυγάζει με φωνή βραχνή, άγρια και αντιπαθητική.
[λόγ. < αρχ. κρώζω]



