Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρυσταλλουργία η [kristalurjía] Ο25 : 1. η κατασκευή αντικειμένων από κρύσταλλο ή η κατεργασία των φυσικών κρυστάλλων. 2. βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής αντικειμένων από κρύσταλλο.
[λόγ. κρύσταλ λ(ον)1α + -ουργία απόδ. γαλλ. cristallerie]



