Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κροίσος
1 εγγραφή
κροίσος ο [krísos] Ο18 : σε μετωνυμία, για άνθρωπο πάρα πολύ πλούσιο (όπως ο αρχαίος βασιλιάς της Λυδίας).

[λόγ. < αρχ. Κροῖσος, βασιλιάς της Λυδίας περίφημος για τον πλούτο του]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες