Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρατικό
5 εγγραφές [1 - 5]
κρατικοδίαιτος -η -ο [kratikoδíetos] Ε5 : του οποίου τα έξοδα καταβάλλει το κράτος, ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπων ή δραστηριοτήτων: ~ συνδικαλισμός.

[λόγ. κρατικ(ός) -ο- + δίαιτ(α) -ος]

κρατικομονοπωλιακός -ή -ό [kratikomonopoliakós] Ε1 : που αναφέρεται στο κράτος και στα μονοπώλια. || ~ καπιταλισμός, η ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, που χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση κεφαλαίων σε επιχειρήσεις μονοπωλιακού χαρακτήρα, πράγμα που δεν αφήνει περιθώρια ελεύθερου ανταγωνισμού και αναδεικνύει το κράτος σε σημαντική οικονομική δύναμη.

[λόγ. κρατικ(ός) -ο- + μονοπωλιακός]

κρατικοποίηση η [kratikopíisi] Ο33 : η ανάληψη από το κράτος της κυριότητας και του ελέγχου μιας επιχείρησης που ανήκε σε ιδιώτες.

[λόγ. κρατικοποιη- (κρατικοποιώ) -σις > -ση]

κρατικοποιώ [kratikopió] -ούμαι Ρ10.9 : θέτω μια επιχείρηση υπό κρατικό έλεγχο, μετατρέπω μια ιδιωτική επιχείρηση σε κρατική: Ο τομέας της υγείας είναι κρατικοποιημένος.

[λόγ. κρατικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. étatiser]

κρατικός -ή -ό [kratikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο κράτος· δημόσιος1: Kρατική υπηρεσία. Kρατικό Ίδρυμα. Kρατικά έγγραφα / αρχεία. ~ φορέας. Kρατικό Θέατρο. ~ προϋπολογισμός. || ~ καπιταλισμός. 2. που γίνεται, που ασκείται από το κράτος: ~ παρεμβατισμός. ~ έλεγχος. Kρατική πολιτική / μέριμνα.

[λόγ. κράτ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. étatique, de l΄état & γερμ. staatlich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες