Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούτελο
1 εγγραφή
κούτελο το [kútelo] Ο41 : (οικ.) το μέτωπο (στις σημ. 1α, β). || (μτφ. για την ανθρώπινη υπόληψη): Έχω το κουτελό μου καθαρό.

[μσν. κούτελο(ν) < αρχ. κότυλος ἡ `κοιλότητα όπου εφαρμόζει η κεφαλή οστού΄, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και τροπή του άτ. [i > e] πριν από [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες