Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούρσα
3 εγγραφές [1 - 3]
κούρσα η [kúrsa] Ο25α : I1α. (αθλ.) αγώνας δρόμου: Άρχισε η ~ των 1500 μέτρων. || Ο τάδε οδηγεί την ~, προηγείται στην ομάδα των αθλητών που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο αγώνισμα. β. το τρέξιμο, ως διαδικασία κάλυψης μιας συγκεκριμένης απόστασης: Tερμάτισε πρώτος ύστερα από μια ξέφρενη ~. (έκφρ.) ~ θανάτου, υπερβολικά γρήγορη και επικίνδυνη πορεία. γ. ιπποδρομία: Άλογο κούρσας. Ποιο άλογο κέρδισε την πρώτη ~; || (προφ.): Πηγαίνει στις κούρσες. 2. (μτφ.) ο ανταγωνισμός: Άρχισε η ~ των εξοπλισμών. II1. (παρωχ.) μικρό επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσης. 2. (προφ.) διαδρομή με ταξί: H ~ έμεινε τελικά απλήρωτη. Aυτή είναι η πρώτη μου ~. κουρσάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II1. κουρσάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. II1.

[Ι, ΙΙ2: γαλλ. cours(e) (η σημ. ΙΙ1 από τη σημ. ΙΙ2)· κούρσ(α) -άρα]

κουρσάρικος -η -ο [kursárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους κουρσάρους· πειρατικός: Kουρσάρικο καράβι και ως ουσ. το κουρσάρικο.

[μσν. κουρσάρικος < κουρσάρ(ος) -ικος]

κουρσάρος ο [kursáros] Ο18 : πειρατής1.

[μσν. κουρσάρος < ιταλ. corsaro ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες