Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούρεμα
1 εγγραφή
κούρεμα το [kúrema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κουρεύω, το κόψιμο των μαλλιών των ανθρώπων ή του τριχώματος των ζώων: Θέλεις ~. Mου έκανε ωραίο ~. Έχει μοντέρνο ~. Tο ~ των προβάτων. || Tο ~ του γκαζόν. Mηχανή του κουρέματος.

[μσν. κούρεμα < κουρεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] (πρβ. ελνστ. κούρευμα `κομμένα μαλλιά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες