Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνια
3 εγγραφές [1 - 3]
κούνια η [kúna] Ο25α : 1. μικρό κρεβάτι για βρέφη που στηρίζεται σε ημικυκλική βάση, ώστε να μπορεί να λικνίζεται. || το κρεβατάκι του βρέφους. (έκφρ.) από ~, από την παιδική του ηλικία, από πολύ μικρός: Είναι ψεύτης από ~. ΦΡ ~ που σε κούναγε!, ειρωνική αμφισβήτηση για όσα πιστεύει ή ελπίζει κάποιος. ΠAΡ Άσχημο στην ~, όμορφο στη ρούγα, για άσχημο μωρό που ομορφαίνει όταν μεγαλώσει. 2. μικρό κάθισμα, το οποίο κρεμιέται με αλυσίδες ή σκοινιά από κάποιο ψηλό, σταθερό σημείο (δέντρο κτλ.) και με το οποίο αιωρείται κάποιος. (έκφρ.) ~ μπέλα, από την αρχή παιδικού τραγουδιού που το έλεγαν επάνω στην κούνια: Kάνω ~ μπέλα, κουνιέμαι σε κούνια.

[μσν. κούνια < ελνστ. κοῦνα εν. του κοῦναι < λατ. cunae με επίδρ. του ελνστ. υποκορ. τ. κουνίον]

κουνιάδι το [kunáδi] Ο44α : (προφ.) ο κουνιάδος, κυρίως στον πληθυντικό, τα αδέλφια του συζύγου ή της συζύγου, χωρίς διάκριση φύλου. κουνιαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[κουνιάδ(ος) -ι]

κουνιάδος ο [kunáδos] Ο18 θηλ. κουνιάδα [kunáδa] Ο26 : ο αδελφός του συζύγου ή της συζύγου κάποιου· (πρβ. αντράδελφος, γυναικάδελφος).

[μσν. κουνιάδος < βεν. *cugniado , cugnada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες