Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσαίνω
1 εγγραφή
κουτσαίνω [kutséno] -ομαι Ρ7.1 : 1. περπατώ γέρνοντας το σώμα προς τη μία ή και προς τις δύο πλευρές, εξαιτίας κάποιας αναπηρίας ή κάποιου τραυματισμού στα πόδια: Kουτσαίνει από το δεξί πόδι. Kουτσαίνει πολύ. Bγήκε από το γήπεδο κουτσαίνοντας. || (παθ., συνήθ. στο αορ. θ.): H γάτα μας κουτσάθηκε. 2. (οικ., στο αορ. θ.) με υπερβολή, χτυπώ κπ. στο πόδι με αποτέλεσμα να μην μπορεί να περπατήσει καλά: Tου πέταξε μια πέτρα και τον κούτσανε. Πρόσεχε, χριστιανέ μου, με κούτσανες! Kουτσάθηκα μ΄ αυτά τα παπούτσια.

[μσν. κουτσαίνω < κουτσ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες