Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρεύω
1 εγγραφή
κουρεύω [kurévo] -ομαι Ρ5.2 : κόβω κοντά τα μαλλιά κάποιου: Δε σε κούρεψε καλά ο κουρέας. Πότε / πού κουρεύτηκες; Ήρθε κουρεμένος γουλί. Tον κούρεψαν με την ψιλή, σύρριζα. Kούρεψες τα μαλλιά σου; ΦΡ (ως ένδειξη περιφρόνησης και αδιαφορίας) άντε κουρέψου! άντε / άι να κουρεύεσαι! δεν πας να κουρεύεσαι;, άσε με ήσυχο. άσ΄ τον να κουρεύεται, μη δίνεις σημασία σε ό,τι κάνει. ΠAΡ Πιάσε τ΄ αυγό και κούρεψ΄ το, για ματαιοπονία. Άρμεγε* (λαγούς) και κούρευε (χελώνες). Πήγε για μαλλί* και βγήκε κουρεμένος. || κόβω κοντό το τρίχωμα ζώου: Ποια εποχή κουρεύουν τα πρόβατα; (έκφρ.) κουρεμένο γίδι, κοροϊδευτικά, για κπ. που έκοψε τα μαλλιά του πολύ κοντά και άσκημα.

[μσν. κουρεύω < κουρ(ά) -εύω (αρχική σημ.: `κουρά μοναχών κατά την είσοδο σε μοναστήρι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες