Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουραστικός
1 εγγραφή
κουραστικός -ή -ό [kurastikós] Ε1 : που προκαλεί κούραση: Kουραστική δουλειά. H διδασκαλία είναι κουραστική, αλλά όχι βαρετή. Είναι κουρα στικό να δουλεύεις στον κήπο. Είναι κουραστικό παιδί, άτακτο ή δύστρο πο. || που προκαλεί πλήξη, ανία· βαρετός: Είναι ~ άνθρωπος. Mη γίνεσαι ~! H ομιλία ήταν πολύ κουραστική. κουραστικά ΕΠIΡΡ.

[κουρασ- (κουράζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες