Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κουρασάνι
1 item total
κουρασάνι το [kurasáni] Ο44 : είδος συνδετικού κονιάματος που γίνεται με προσθήκη τριμμένου κεραμιδιού σε ασβεστοκονίαμα.

[τουρκ. horasan < τοπων. Khorasan (όν. περσ. πόλης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go