Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουπί το [kupí] Ο43 : 1. μακρύ ξύλο με πλατύ το ένα άκρο και στρογγυλεμένο το άλλο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα είδος λαβής, με το οποίο προωθείται η βάρκα μέσα στο νερό. (έκφρ.) κάνω ~. τραβώ ~, κωπηλατώ και ως ΦΡ κάνω μια ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία, συνήθ. επιφορτισμένος με βάρη τα οποία θα έπρεπε να είχα μοιραστεί με άλλους. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Άι-Nικόλα βόηθα. 2. (προφ.) η κωπηλασία: Ξέρεις ~; Έμαθε ~ από μικρός.
[μσν. κουπί(ν) < κουπίον < αρχ. κωπίον υποκορ. του κώπη ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]
- κουπιά η [kupxá] Ο24 : το χτύπημα με το κουπί μέσα στο νερό, κίνηση με την οποία προωθείται η βάρκα: Mε δυο τρεις κουπιές έφτασα στην ακτή.
[κουπ(ί) -ιά]



