Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοράσι το [korási] Ο44 : (λαϊκότρ.) το κορίτσι.
[μσν. κοράσι < ελνστ. κοράσιον υποκορ. του αρχ. κόρη]
- κορασιά η [korasxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) το κορίτσι.
[μσν. κορασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κοράσ(ι) -ία > -ιά]
- κορασίδα η [korasíδa] Ο26 : (σπάν.) το κορίτσι. || (αθλ.) ως κατηγορία στην οποία κατατάσσεται μια αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας: Πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων.
[λόγ. < μσν. κορασίς, αιτ. -ίδα < κοράσ(ιον δες στο κοράσι) -ίς (πρβ. μσν. κορασίδα)]



