Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπριά η [kopriá] Ο24 : 1. τα περιττώματα ορισμένων ζώων τα οποία συνήθ. χρησιμοποιούνται για λίπανση των φυτών. ΠAΡ Όμοιος τον όμοιο και η ~ στα λάχανα, για κακές συναναστροφές. 2. (μτφ., προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.
[μσν. κοπριά < αρχ. κοπρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



