Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονταίνω
1 εγγραφή
κονταίνω [kondéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. κοντό ή κοντύτερο: ~ το παντελόνι / τη φούστα. Ψήλωσες και σου κόντυνε το παλτό. Πρέπει να το κοντύνουμε λίγο. Φέτος κονταίνουν οι φούστες. 2. (οικ.) για κπ. που μας φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι συνήθως: Πώς κόντυνες έτσι; || (για ένδυμα) κάνω κπ. να φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην κονταίνουν οι ριγέ μπλούζες. || (λαϊκ.) ως απειλή: Φύγε από δω, μη σου δώσω μία και σε κοντύνω μια πιθαμή!

[κοντ(ός) -αίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες