Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοντάκι το [kondáki] Ο44 & κοντάκιο 2 το [kondákio] Ο40 : το ξύλινο πίσω τμήμα των τουφεκιών πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη.
[λόγ. < μσν. κοντάκιον `μικρό κοντάρι΄ υποκορ. του κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄ σημδ. γαλλ. crosse και με αποφυγή της χασμ.]
- κοντακιά η [kondaká] Ο24 : (σπάν.) χτύπημα με το κοντάκι του όπλου.
[κοντάκ(ι) -ιά]
- κοντακιανός -ή -ό [kondakanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) άνθρωπος μάλλον κοντός και αδύνατος.
[κοντ(ός) -ακιανός αναλ. προς το ξερακιανός]
- κοντάκιο 1 το [kondákio] Ο40 : σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιέχει το ιστορικό εγκώμιο του αγίου που εορτάζει ή το ιστορικό της εορτής στην οποία αναφέρεται.
[λόγ. < μσν. κοντάκιον υποκορ. του μσν. κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄, επειδή παλιότερα τα βιβλία γράφονταν σε πάπυρο που τυλιγόταν γύρω από μικρό κοντάρι (πρβ. μσν. κοντάκι(ν) με αποφυγή της χασμ.)]



