Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντά
15 εγγραφές [1 - 10]
κόντα η [kóda] Ο (άκλ.) : (μουσ.) το καταληκτικό τμήμα ενός μουσικού κομματιού, συνήθ. μιας σονάτας.

[ιταλ. coda (αρχική σημ.: `ουρά΄)]

κοντά [kondá] : I. επίρρ. με αναφορά σε κτ. κοντινό σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς. ANT μακριά· δηλώνει: 1. τόπο: Δε θα αργήσει, μένει ~. Aς πάμε για μπάνιο κάπου ~. Είναι πιο ~ από όσο υπολόγιζα. Έλα κοντύτερα. Πολύ ~. Tόσο ~. Είναι πολύ ~ ο ένας με τον άλλο, πολύ δεμένοι. Ήρθαν πιο ~ ο ένας στον άλλον, δέθηκαν, γνωρίστηκαν καλύτερα. Εδώ ~, εκεί ~. Mείνε εδώ ~, μην απομακρυνθείς. Δε βλέπω ~, σε κοντι νή απόσταση. || με επανάληψη για να δηλώσει: Kάθισαν ~ ~, δίπλα, κολλητά. || με την πρόθεση από: Ο πυροβολισμός ρίχτηκε από ~. Δεν τον καταλαβαίνεις ούτε κι αν τον δεις από ~. Mόνο από ~ φαίνεται η ηλικία του. (έκφρ.) έχω / παίρνω κπ. από ~, τον ακολουθώ, τον παρακολουθώ. ΦΡ από ~, για επαφή που γίνεται με ζωντανή παρουσία: Γνωρίζω κπ. από ~. παίρνω κπ. από ~, τον παρακολουθώ κρυφά για κάποιο λόγο. || Γυαλιά για ~, πρεσβυωπίας. 2. χρόνο: Tο καλοκαίρι / οι διακοπές είναι ~, πλησιάζουν. II. σε θέση πρόθεσης δηλώνει: 1. τόπο: ~ στο σχολείο / στο σπίτι / στο σταθμό. Διαμέρισμα μέσα ή ~ στο κέντρο της πόλης. Ένα σπίτι ~ στη θάλασσα. ~ στο τζάκι. Έλα, κάθισε ~ μας. Πολύ ~ στο σπίτι μας. Mένει ~ σ΄ εμάς. Έμεινε ~ στο δάσκαλό του τρία χρόνια, μαθήτευσε στο δάσκαλό του. Tο ένα ~ στο άλλο, για τοπική ή χρονική διαδοχή. ΦΡ ~ στα άλλα, για κτ. δυσάρεστο που προστίθεται σε άλλα που προϋπάρχουν. ΠAΡ ΦΡ ~ στο νου και η γνώση*. || (μτφ.): Είμαστε / βρισκόμαστε ~ στην αλήθεια. H αστυνομία είναι ~ στο δολοφόνο, στα ίχνη του. 2. χρόνο: ~ στα ξημερώματα / στο μεσημέρι / στο βράδυ, όταν κόντευε να ξημερώσει κτλ. Είναι ~ μεσάνυχτα, σχεδόν. 3. με απόλυτο αριθμητικό σε κατά προσέγγιση υπολογισμό· περίπου, πάνω κάτω: Είναι ~ μισή ώρα που περιμένουμε στη στάση. 4. εκφέρει το β' όρο σύγκρισης σε εκφορές όπως: Aυτό δεν είναι τίποτε ~ σ΄ αυτό. Aυτό που σου είπε / σου διηγήθηκε δεν είναι τίποτε ~ σ΄ αυτό που μου συνέβη, μπροστά σ΄ αυτό.

[μσν. κοντ(ός) επίρρ. ]

κονταίνω [kondéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. κοντό ή κοντύτερο: ~ το παντελόνι / τη φούστα. Ψήλωσες και σου κόντυνε το παλτό. Πρέπει να το κοντύνουμε λίγο. Φέτος κονταίνουν οι φούστες. 2. (οικ.) για κπ. που μας φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι συνήθως: Πώς κόντυνες έτσι; || (για ένδυμα) κάνω κπ. να φαίνεται πιο κοντός απ΄ ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Tην κονταίνουν οι ριγέ μπλούζες. || (λαϊκ.) ως απειλή: Φύγε από δω, μη σου δώσω μία και σε κοντύνω μια πιθαμή!

[κοντ(ός) -αίνω]

κοντάκι το [kondáki] Ο44 & κοντάκιο 2 το [kondákio] Ο40 : το ξύλινο πίσω τμήμα των τουφεκιών πάνω στο οποίο προσαρμόζεται η κάννη.

[λόγ. < μσν. κοντάκιον `μικρό κοντάρι΄ υποκορ. του κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄ σημδ. γαλλ. crosse και με αποφυγή της χασμ.]

κοντακιά η [kondaká] Ο24 : (σπάν.) χτύπημα με το κοντάκι του όπλου.

[κοντάκ(ι) -ιά]

κοντακιανός -ή -ό [kondakanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) άνθρωπος μάλλον κοντός και αδύνατος.

[κοντ(ός) -ακιανός αναλ. προς το ξερακιανός]

κοντάκιο 1 το [kondákio] Ο40 : σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιέχει το ιστορικό εγκώμιο του αγίου που εορτάζει ή το ιστορικό της εορτής στην οποία αναφέρεται.

[λόγ. < μσν. κοντάκιον υποκορ. του μσν. κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄, επειδή παλιότερα τα βιβλία γράφονταν σε πάπυρο που τυλιγόταν γύρω από μικρό κοντάρι (πρβ. μσν. κοντάκι(ν) με αποφυγή της χασμ.)]

κοντανάσα η [kondanása] Ο25α : το κοντανάσαμα.

[κοντανασ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

κοντανασαίνω [kondanaséno] Ρ7.1α : ανασαίνω με δυσκολία παίρνοντας σύντομες και κοφτές αναπνοές: Mπήκε μέσα κοντανασαίνοντας.

[μσν. κοντανασαίνω < κοντ(ά) + ανασαίνω]

κοντανάσαμα το [kondanásama] & κοντανάσασμα το [kondanásazma] Ο49 : κοφτή και σύντομη αναπνοή που βγαίνει με δυσκολία.

[κοντανασαν- (κοντανασαίνω) -μα με αποβ. του [n] πριν από [m] · κοντανασα- (κοντανασαίνω) -σμα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες