Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομπασμός ο [kombazmós] Ο17 : λόγια υπερβολικά και προκλητικά με τα οποία εκθειάζει κάποιος υπαρκτά ή ανύπαρκτα προτερήματα, επιτεύγματα ή επιτυχίες του· καυχησιολογία.
[λόγ. < ελνστ. κομπασμός]