Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομμός ο [komós] Ο17 : στην αρχαία ελληνική τραγωδία, θρηνητικό τραγούδι που λέγεται εναλλάξ από ένα ή περισσότερα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και από το χορό.
[λόγ. < αρχ. κομμός (αρχική σημ.: `χτύπημα του στήθους΄)]