Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομματάρχης
1 εγγραφή
κομματάρχης ο [komatárxis] Ο10 : κομματικός παράγοντας με επιρροή σε τοπικό κυρίως επίπεδο, η οποία πηγάζει από προσωπικές σχέσεις και ιδίως από εκδουλεύσεις προς τους ψηφοφόρους.

[λόγ. κομματ- (κόμμα) 1 + -άρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες