Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 112 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολίγας ο [kolíγas] Ο2 & κολίγος ο [kolíγos] Ο18 : αγρότης που δούλευε σε τσιφλίκι με συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και που έπαιρνε ως αμοιβή μέρος της παραγωγής.
[μσν. κολλίγας (ορθογρ. απλοπ.) < λατ. collega `σύντροφος, συνέταιρος΄ -ς (η σημερ. σημ. ίσως μσν.)· λόγ.(;) μεταπλ. -ας > -ος]
- κολιγιά η [kolijá] Ο24 : (λαϊκότρ.) συνεταιρική σχέση ή επιχείρηση. (έκφρ.) δεν κάνουμε ~, δεν ταιριάζουμε.
[κολίγ(ας) (στη σημ.: `συνέταιρος΄) -ιά]
- κολιέ το [kolé] Ο (άκλ.) : κόσμημα που φοριέται γύρω από το λαιμό· (πρβ. περιδέραιο).
κολιεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. collier· κολιεδ- (κολιές) -άκι]
- κολιές ο [kolés] Ο13 : (προφ., σπάν.) κολιέ.
[κολιέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]
- κολικός -ή -ό [kolikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στο κόλον: Kολικές αρτηρίες. ~ πόνος, και ως ουσ. ο κολικός, οξύτατος πόνος που εντοπίζεται στην περιοχή του παχέος εντέρου. || (επέκτ., ως ουσ.) οξύτατος πόνος που προκαλείται από τη σύσπαση των μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, του οποίου το άνοιγμα έχει αποφραχθεί: ~ του νεφρού / των εντέρων. Hπατικός ~. Έπαθε κολικό.
[λόγ. κόλ(ον) -ικός & γαλλ. colique (θηλ.) για την αρρώστια < λατ. colicus < αρχ. κωλικός `που υποφέρει από κολικό΄ (δες στο κώλος)]
- κολιμπρί το [kolimbrí] Ο43 & κολίμπρι το [kolímbri] Ο44 : κοινή ονομασία για ένα πολύ μικρό στο μέγεθος εξωτικό πουλί, με πολύχρωμο φτέρωμα και μακρύ ράμφος.
[λόγ. < γαλλ. colibri (από γλ. της Καραϊβικής)· λόγ. κολίβριον < γαλλ. colibr(i) -ιον (ορθογρ. δαν.) και προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ. ( [v > b] κατά τον τ. κολιμπρί)]
- κολιός ο [kolós] Ο17 : πελαγίσιο ψάρι με γαλαζοπράσινη, πολύ γυαλιστερή ράχη, που συγγενεύει με το σκουμπρί. ΠAΡ Kάθε πράμα στον καιρό του κι ο ~ τον Aύγουστο, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται την κατάλληλη στιγμή.
[αρχ. κολί(ας) μεταπλ. -ός και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (παρετυμ. κολοιός = καλιακούδα(;), δες λ.)]
- κολίτιδα η [kolítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του παχέος εντέρου.
[λόγ. < νλατ. colitis < αρχ. κόλ(ον) -itis = -ίτις > -ίτιδα]
- κόλλα η [kóla] Ο25α : 1. ουσία συνήθ. παχύρρευστη, που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή επικολλήσεις: Ένα σωληνάριο ~. ~ υγρή. ~ στικ. 2. ειδική ουσία σε υγρή μορφή, με την οποία ραντίζουμε τα ρούχα πριν τα σιδερώσουμε, όταν θελουμε να γίνουν σκληρά.
[αρχ. κόλλα]
- κολλαγόνο το [kolaγóno] Ο39 : (βιολ.) πρωτεΐνη που αποτελεί στοιχείο του συνδετικού ιστού: Nόσοι του κολλαγόνου. || Kρέμες / ενέσεις κολλαγόνου.
[λόγ. < διεθ. colla- < αρχ. κόλλα + -gen = -γόνον, ουδ. του -γόνος]



