Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολοκύθι
2 εγγραφές [1 - 2]
κολοκύθι το [kolokíθi] Ο44 : 1. ο καρπός της κολοκυθιάς, το κολοκυθάκι2: Έχει ένα κεφάλι σαν ~, μεγάλο και κακοσχηματισμένο. || Tο καρπούζι βγήκε ~, άγουρο και άνοστο. 2. (μτφ., προφ.) για ευτελές συνήθ. αντικείμενο, το οποίο δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να κατονομάσουμε: Ό,τι ~ βρει το αγοράζει. ΦΡ κολοκύθια! / κολοκύθια με τη ρίγανη / κολοκύθια στο πάτερο / κολοκύθια τούμπανα, για λόγια ανόητα, για απόψεις αστήριχτες, για ισχυρισμούς αβάσιμους. ΠAΡ Ο ποντικός* στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί. κολοκυθάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κολοκύθι. 2. ο καρπός της κολοκυθιάς: Kολοκυθάκια με το κρέας. Kολοκυθάκια βραστά / τηγανητά / γεμιστά. κολοκύθα* η MΕΓΕΘ.

[μσν. κολοκύθι < κολοκύνθιν με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] < αρχ. κολοκύνθιον υποκορ. του κολοκύνθη]

κολοκυθιά η [koloká] Ο24 : 1. ποώδες αναρριχητικό φυτό με έλικες και μεγάλα κίτρινα άνθη. 2. παιδικό παιχνίδι. ΦΡ την ~ θα παίξουμε τώρα;, για να δηλώσει τη δυσφορία του ομιλητή για μια συζήτηση που περιστρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα, χωρίς να καταλήγει πουθενά ή για ανόητο και άχρηστο παζάρεμα.

[μσν. κολοκυθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κολοκυνθέα (κατά το κολοκύθι) < κολοκύνθ(ιν) -έα > -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες