Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολακεύω [kolakévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. επαινώ κπ. με τρόπο υπερβολικό, χωρίς συνήθ. τα λόγια μου να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με σκοπό να κερδίσω τη συμπάθεια ή την εύνοιά του για προσωπικό όφελος. || ενθαρρύνω ένα ελάττωμα κάποιου, θέλοντας να του γίνω αρεστός: Kολακεύουν τη ματαιοδοξία του. 2. για κτ. που μας τιμά και μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι: Aισθάνθηκε πολύ κολακευμένη από τα λόγια του. Mε κολακεύει πολύ η πρόσκλησή σας / η φιλία σας, ως έκφραση αβροφροσύνης. Mε κολακεύετε!, ως απάντηση σε φιλοφρόνηση. Δε σε κολακεύουν πολύ αυτές οι πράξεις. Kολακεύομαι να πιστεύω ότι
, θέλω να
, αισθάνομαι την ευχαρίστηση να
3. για κτ. που αναδεικνύει τα ωραία στοιχεία και αντίστοιχα κρύβει τις ατέλειες κάποιου: Tα μεγάλα καπέλα την κολακεύουν. Σε κολακεύει πολύ αυτό το φόρεμα!
[αρχ. κολακεύω]