Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολάζω [kolázo] -ομαι Ρ2.1 : I1. αμβλύνω, μετριάζω την κακή εντύπωση ή τα δυσάρεστα αποτελέσματα μιας πράξης ή ενός λόγου: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του. Για να κολαστεί κάπως η αρχική κακή εντύπωση. || προσπαθώ να δικαιολογήσω, να στηρίξω ή να μεθοδεύσω μια ενέργεια: Πώς θα το κολάσουμε το πράγμα; 2. (λόγ., νομ.) επιβάλλω ποινή ή τιμωρία. II. βάζω κπ. σε πειρασμό, τον κάνω να αμαρτήσει: Mη με κολάζεις! Kολάστηκα πάλι σήμερα! Aυτή η γυναίκα κολάζει και παπά, για προκλητικά ντυμένη ή προκλητικά ωραία γυναίκα.
[Ι: λόγ. < αρχ. κολάζω· ΙΙ: μσν. σημ. του μέσου κολάζομαι `τιμωρούμαι, αμαρτάνω΄]