Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοινότοπος -η -ο [kinótopos] Ε5 : για σκέψεις ή λόγια που δεν τα χαρακτηρίζει καμία πρωτοτυπία, καθώς έχουν λεχθεί ή χρησιμοποιηθεί κατά κόρον: Kοινότοπες εκφράσεις.
[λόγ. κοινοτοπ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]