Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοινότοπος
1 item total
κοινότοπος -η -ο [kinótopos] Ε5 : για σκέψεις ή λόγια που δεν τα χαρακτηρίζει καμία πρωτοτυπία, καθώς έχουν λεχθεί ή χρησιμοποιηθεί κατά κόρον: Kοινότοπες εκφράσεις.

[λόγ. κοινοτοπ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go