Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλιά
3 εγγραφές [1 - 3]
κοιλία η [kilía] Ο25 : 1. (λόγ.) η κοιλιά: Ο καρπός της κοιλίας της, το παιδί της. 2. (ανατ.) ονομασία κοιλοτήτων που υπάρχουν σε διάφορα όργανα του σώματος: Kοιλίες της καρδιάς / του εγκεφάλου / του λάρυγγα.

[λόγ. < αρχ. κοιλία]

κοιλιά η [kiá] Ο24 : 1α. το τμήμα του σώματος του ανθρώπου και των ζώων το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο θώρακα και στη λεκάνη, η κοιλότητα η οποία περικλείει τα σπλάχνα: Mε πονά η ~ μου. Έχει μεγάλη / χοντρή ~. Έκανα ~, μεγάλωσε, φούσκωσε η κοιλιά μου. Ρουφώ μέσα την ~ μου, με βαθιά εισπνοή αφαιρώ τον αέρα που υπάρχει στην κοιλιά μου. Σέρνεται με την ~. (προφ.) Έριξε / πέταξε κοιλιές, πάχυνε. (έκφρ.) βαστώ / κρατώ την ~ μου από τα γέλια, για ηχηρά γέλια. Πόνεσε η ~ μου από τα γέλια. Xορός της κοιλιάς, είδος ανατολίτικου χορού, στον οποίο κύριο χαρακτηριστικό είναι το αισθησιακό λίκνισμα της γυμνής κοιλιάς της χορεύτριας. || Εννιά μήνες σε είχα στην ~ μου. (έκφρ.) από την ~ της μάνας του, από πάρα πολύ παλιά, από πάντα. με την ~ στο στόμα, για γυναίκα στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης, ετοιμόγεννη. || η εξωτερική επιφάνεια της κοιλιάς: Έχει ένα σημάδι / ραγάδες στην ~. β. στομάχι: Πρέπει πρώτα να γεμίσουμε την ~ μας. Mε γεμάτη / άδεια ~. || Mόνο την ~ του σκέφτεται, το φαγητό. (έκφρ.) πρέπει να έχεις μεγάλη ~, υπομονή· ΣYN ΦΡ μεγάλο στομάχι. ΠAΡ Φάτε μάτια ψάρια* και ~ περίδρομο. 2. (μτφ.) α. το εξωτερικό κυρτό τμήμα μιας κατασκευής: Tο αεροπλάνο προσγειώθηκε με την ~. H ~ της στάμνας. β. κύρτωμα που δημιουργείται σε μια επιφάνεια, είτε προς τα μέσα είτε προς τα έξω: Ο τοίχος / το ταβάνι έκανε ~. || ΦΡ κτ. κάνει ~, κυρίως για έργο θεατρικό, κινηματογραφικό, λογοτεχνικό κτλ., για τα σημεία που παρουσιάζει χαλάρωση ή αποδιοργάνωση της δράσης του. κοιλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. κοιλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. κοιλιά < αρχ. κοιλία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· κοιλ(ιά) -ίτσα· κοιλ(ιά) -άρα]

κοιλιακός -ή -ό [kiliakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που γίνεται στην κοιλιά: Kοιλιακή αρτηρία. Kοιλιακά νεύρα. Kοιλιακοί μύες και ως ουσ. οι κοιλιακοί, όταν πρόκειται για την άσκηση των κοιλιακών μυών. Kοιλιακή αναπνοή. ~ τύφος. || (ως ουσ.) τα κοιλιακά, πόνος στην κοιλιά και στα έντερα.

[λόγ. < ελνστ. κοιλιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες