Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοίλος -η -ο
1 εγγραφή
κοίλος -η -ο [kílos] Ε3 : 1. για κτ. του οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει εσοχή προς τα μέσα. ANT κυρτός: ~ φακός. Kοίλα κάτοπτρα. || (ως ουσ.) το κοίλο(ν), ο χώρος του αρχαίου θεάτρου ο οποίος ήταν προορισμένος για τους θεατές. 2. (λόγ.) που δεν είναι συμπαγής, ο κούφιος. 3. (ανατ.) κοίλη φλέβα, καθεμία από τις δύο φλέβες που αδειάζουν το φλεβικό αίμα στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. || (ως ουσ.) το κοίλον του τυμπάνου, κοιλότητα του μέσου ωτός.

[λόγ. < αρχ. κοῖλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες