Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλώσα η [klósa] Ο25 : κότα που κλωσάει τα αυγά της ή που έχει νεοσσούς: H ~ και τα κλωσόπουλα. || (οικ.) Σαν την ~, θετικός χαρακτηρισμός για μητέρα με πολλά συνήθ. παιδιά, που σε δύσκολες ιδίως στιγμές τα προστατεύει, τα φροντίζει κτλ.: Tα ΄χει τα παιδιά της σαν την ~. || μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα ανόητη και αφελή.
[μσν. *κλώσσα (πρβ. μσν. κλωσσόπουλον) < αρχ. κλώσσ(ω) `κακαρίζω΄ (ηχομιμ.) -α (αναδρ. σχημ.) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κλωσώ [klosó] & -άω Ρ10.1α μππ. κλωσημένος : για πτηνό και κυρίως για κότα, επωάζω με τη θερμοκρασία του σώματος. ΦΡ τα κλωσάω, καθυστερώ αδικαιολόγητα μια υπόθεση.
[μσν. κλωσσώ < κλώσσ(α δες στο κλώσα) -ώ (ορθογρ. απλοπ.)]



