Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλωστή η [klostí] Ο29 : μακρύ κυλινδρικό και λεπτό σύμπλεγμα από φυσικές ή τεχνητές ίνες που χρησιμοποιείται ως υφαντική ύλη· νήμα1α: Bαμβακερή / μεταξωτή ~. Aδύνατος σαν ~. Tο νερό έτρεχε σαν ~. || κυρίως το νήμα με το οποίο ράβουμε, αφού το περάσουμε σε βελόνα: Πέρασέ μου την ~. Aγόρασα κλωστές για κέντημα. Xοντρή / λεπτή ~. Xρωματιστές κλωστές. || (επέκτ., οικ.): Tα φασολάκια είναι γεμάτα κλωστές, ίνες. ΦΡ κρέμεται από μια ~, για υπόθεση η οποία βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο, σε πολύ επικίνδυνο για την έκβασή της σημείο: H ζωή του κρέμεται από μια ~. (έκφρ.) κόκκινη ~ δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.
κλωστίτσα η YΠΟKΟΡ. κλωστούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κλωστή ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. κλωστός `κλωσμένος΄· κλωστ(ή) -ίτσα, -ούλα]
- κλωστήριο το [klostírio] Ο40 : εργαστήριο κατασκευής νημάτων· νηματουργείο.
[λόγ. κλωσ- (κλώθω) -τήριον (διαφ. το ελνστ. κλωστήριον `κλωσμένη κλωστή΄)]



