Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωθογυρίζω
1 εγγραφή
κλωθογυρίζω [kloθojirízo] Ρ2.1α : (οικ.) για κτ. που στριφογυρνά επίμονα στο μυαλό μου, που με απασχολεί συνεχώς, συνήθ. γιατί δεν μπορώ ή δε θέλω να δώσω λύση ή διέξοδο: Kλωθογυρίζει κτ. στο μυαλό μου, με απασχολεί επίμονα. (έκφρ.) τα ~, μιλώ με υπεκφυγές, αποφεύγω να δώ σω σαφή απάντηση.

[μσν. κλωθογυρίζω < κλώθ(ω) -ο- + γυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες