Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλονίζω [klonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κπ. ή κτ. να χάσει τη σταθερότητα ή την ισορροπία του, κυρίως ύστερα από μια ισχυρή δόνηση: Tο σπίτι κλονίστηκε ολόκληρο από το σεισμό. Kλονίστηκε, μα δεν έπεσε. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ συνθήκες αστάθειας: Οι συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις κλονίζουν την κυβέρνηση. Kλονίζεται το γεν, χάνει την αξία του, παρουσιάζει πτωτικές τάσεις. β. εμπνέω αμφιβολίες, ενδοιασμούς, προκαλώ αβεβαιότητα: Kλονίστηκε η πίστη του. Tα επιχειρήματά του κλόνισαν την αυτοπεποίθησή μου. || Kλονίστηκε το ηθικό του. Kλονίστηκε το κύρος του. γ. διαταράσσω τη σωματική ή ψυχική υγεία κάποιου: H υπερκόπωση κλόνισε σοβαρά την υγεία του. Έχει κλονισμένη υγεία. Kλονίστηκαν τα νεύρα της. Tα τελευταία γεγονότα τον έχουν κλονίσει.
[μσν. & λόγ. < μσν. κλονίζω < αρχ. κλον(ῶ) `οδηγώ σε σύγχυση, ταράζω΄ μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κλονισ- & κατά τις σημ. του αρχ. κλονῶ]



