Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλινήρης -ης -ες [kliníris] Ε11 γεν. πληθ. κλινήρων : (λόγ.) για άνθρωπο που βρίσκεται στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας: Ο γιατρός τού συνέστησε να παραμείνει ~.
[λόγ. < ελνστ. κλινήρης]



