Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαυθμός
1 εγγραφή
κλαυθμός ο [klafθmós] Ο17 : (λόγ.) θρήνος, μόνο στην έκφραση (θρήνος), ~ και οδυρμός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για εξαιρετικά έντονες αντιδράσεις σε ένα δυσάρεστο γεγονός.

[λόγ. < αρχ. κλαυθμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες