Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλαρί το [klarí] Ο43 : το κλαδί. ΦΡ βγαίνω στο ~, ξεφεύγω από αυτό που θεωρείται κοινωνικά, ηθικά ή πολιτικά σωστό: Aπό μικρή βγήκε στο ~. βγάζω κπ. στο ~, παρασύρω στην ανήθικη ζωή. δε μ΄ αφήνει (να σταθώ) σε χλωρό* ~ / κλαδί.
κλαράκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. *κλαρίον υποκορ. του κλάριος `κλάδος΄]
- κλαρινετίστας ο [klarinetístas] Ο3 : μουσικός που παίζει κλαρινέτο.
[ιταλ. clarinettista -ς]
- κλαρινέτο το [klarinéto] Ο39 : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της κλασικής ορχήστρας, με κυλινδρικό σχήμα και ραμφοειδές επιστόμιο: Kοντσέρτο για ~ και ορχήστρα.
[λόγ. < ιταλ. clarinetto υποκορ. του clarino (δες κλαρίνο)]
- κλαρίνο το [klaríno] Ο39 : 1. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου. (έκφρ.) στέκομαι ~, ακίνητος, σε στάση προσοχής, ως ένδειξη πειθαρχίας ή σεβασμού ή από φόβο μπροστά σε ανωτέρους. 2. αυτός που παίζει κλαρίνο: Είναι το πρώτο ~ στην μπάντα.
[ιταλ. clarino]
- κλαριντζής ο [klarindzís] Ο8 : λαϊκός οργανοπαίχτης που παίζει κλαρίνο.
[κλαρίν(ο) -τζής]



