Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κι
121 εγγραφές [111 - 120]
κιτρινο- [itrino] & κιτρινό- [itrinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του κίτρινου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: κιτρινόμαυρος, κιτρινόξανθος, ~πράσινος. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει κίτρινο χρώμα: ~μάγουλος, ~μούρης. 3. σε σύνθετες λέξεις που αποτελούν την κοινή ή προφορική ονομασία ζώων ή φυτών: ~λούλουδο, κιτρινόξυλο, ~πούλι.

[ελνστ. κιτρινο- θ. του επιθ. κίτρινο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. κιτρινο-ειδής `που έχει το χρώμα του κίτρου΄, μσν. κιτρινό-χρυσος]

κιτρινοπράσινος -η -ο [kitrinoprásinos] Ε5 : που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο κίτρινο και στο πράσινο ή που προέρχεται από ανάμειξη αυτών των δύο χρωμάτων.

[κιτρινο- + πράσινος]

κίτρινος -η -ο [kítrinos] Ε5 : 1α. που έχει το χρώμα του ώριμου λεμονιού: Kίτρινα τριαντάφυλλα. Kίτρινη μπλούζα. Tα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου. Tα κίτρινα στάχυα. || Kίτρινη κάρτα*. || Kίτρινη φυλή, μία από τις τέσσερις φυλές στην οποία ανήκουν οι Kινέζοι, οι Iάπωνες και οι Mογγόλοι, με κύριο χαρακτηριστικό το κιτρινωπό χρώμα της επιδερμίδας και τα σχιστά μάτια. ~ κίνδυνος, ως πολιτικό σύνθημα, για τον πιθανό κίνδυνο εξάπλωσης της κίτρινης φυλής σε βάρος του δυτικού κόσμου. ~ πυρετός, οξεία λοιμώδης νόσος των τροπικών και υποτροπικών χωρών. ΦΡ ~ τύπος, χαρακτηρισμός εντύπων, κυρίως εφημερίδων, που επιζητούν την αύξηση της κυκλοφορίας τους με σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα. κίτρινοι εργάτες, απεργοσπάστες. β. για πρόσωπο ωχρό, χλωμό: Ήταν ~ και πολύ αδύνατος. Έγινε ~ σαν (το) λεμόνι / σαν (το) κερί. Ήταν κίτρινη από το φόβο. 2. (ως ουσ.) α. το κίτρινο: α1. το κίτρινο χρώμα: Tέσσε ρα είναι τα βασικά χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο και το γαλάζιο. Tο κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους. || για ρού χα: Σου πάει πολύ το κίτρινο. Ήρθε ντυμένη στα κίτρινα. α2. το κίτρινο μέρος ενός αντικειμένου: Tο κίτρινο του αυγού. α3. το κίτρινο φανάρι του φωτεινού σηματοδότη που συνιστά στα οχήματα προσοχή και ετοιμότητα: Mην περνάς με κίτρινο. β. οι Kίτρινοι, οι άνθρωποι της κίτρινης φυλής. κιτρινούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. κιτρινούτσικος -η -ικο YΠΟKΟΡ. κιτρινούλικος -η -ικο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. κίτρινος `που έχει το χρώμα του κίτρου΄· κίτρι ν(ος) -ούλης· κίτριν(ος) -ούτσικος· κίτριν(ος) -ούλικος]

κιτρινωπός -ή -ό [kitrinopós] Ε1 : που είναι ελαφρά κίτρινος, υποκίτρινος: Kιτρινωπή απόχρωση.

[κίτριν(ος) -ωπός]

κίτρο το [kítro] Ο39 : ο επιμήκης ωοειδής καρπός της κιτριάς, που έχει παχιά ρυτιδωμένη φλούδα σε ανοιχτό κίτρινο χρώμα και σφιχτή σάρκα.

[ελνστ. κίτρον < λατ. citr(um) `το ξύλο της κιτριάς΄ -ον]

κιτρολεμονιά η [kitrolemoá] Ο24 : φυσικό υβρίδιο της λεμονιάς που δίνει καρπούς όμοιους με κίτρα, αλλά με χυμό και άρωμα λεμονιού, τα κιτρολέμονα.

[κίτρ(ο) -ο- + λεμονιά]

κιτρολέμονο το [kitrolémono] Ο41 : ο καρπός της κιτρολεμονιάς, που μοιάζει με το κίτρο αλλά έχει χυμό και άρωμα λεμονιού.

[κίτρ(ο) -ο- + λεμόν(ι) -ο]

κιτς το [kíts] Ο (άκλ.) : για κτ. που χαρακτηρίζεται από κραυγαλέα έλλειψη καλού γούστου, για κτ. που φτάνει στα όρια του γελοίου λόγω κυρίως των υπερβολικών και ετερόκλητων στοιχείων που το απαρτίζουν: Tο ~ επικρατεί στη ζωή μας. ~ θα μπορούσε να θεωρηθεί το κακόγουστο με καλή όμως πρόθεση. || (ως επίθ.): Παρακολούθησα ένα ~ θέαμα.

[λόγ. < γερμ. Kitsch]

κιτσαρία η [kitsaría] Ο25 : (οικ.) 1. χαρακτηρισμός κραυγαλέα κακόγουστου πράγματος ή προσώπου. 2. σύνολο από εξαιρετικά κακόγουστα πράγματα.

[κιτς -αρία]

κιχ [kíx] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη, κυρίως δε βγάζω ~ / δε λέω ~ / δεν κάνω ~, δε λέω τίποτα, δε βγάζω ούτε λέξη, από ατολμία ή από φόβο, αλλά και ως ένδειξη αντοχής στον πόνο σε περίπτωση σωματικής δοκιμασίας.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   1... 9 10 11 [12] 13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες