Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κητοειδής
1 εγγραφή
κητοειδής -ής -ές [kitoiδís] Ε10 : που μοιάζει με κήτος· κητώδης. || (ως ουσ.) τα κητοειδή, τα κητώδη.

[λόγ. κήτ(ος) -ο- + -ειδής απόδ. γαλλ. cétacés (πληθ.) < λατ. cetus < αρχ. κῆτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες