Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κηρύκειο το [kiríkio] Ο40 : έμβλημα του Ερμή, ραβδί από κλαδί δάφνης ή ελιάς με δύο μικρά φτερά στο επάνω άκρο του και δύο φίδια να τυλίγονται γύρω από αυτό, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πρέσβεων και των κηρύκων κατά την αρχαιότητα.
[λόγ. < αρχ. κηρύκειον]



