Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κηροπήγιο το [kiropíjio] Ο41 : επιτραπέζιο σκεύος με μία ή περισσότερες υποδοχές για την τοποθέτηση κεριών: Aσημένια κηροπήγια. || (εκκλ.) μανουάλι.
[λόγ. κηρο- + πηγ- (θ. του αρχ. ρ. πήγνυμι `στερεοποιώ, παγώνω΄) -ιον]