Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηλίδα
1 εγγραφή
κηλίδα η [kilíδa] Ο26 : 1. σε μια μεγάλη επιφάνεια, μικρό σημάδι με διαφορετικό, συνήθ. σκουρότερο, χρώμα. α. λεκές: Kηλίδες από σκουριά / από αίμα. Kηλίδες αίματος, ίχνη από αίμα. || ~ πετρελαίου, η πετρελαιο κηλίδα. β. φυσικό σημάδι επάνω στο τρίχωμα των ζώων ή στα φτερά των πουλιών: Ένα σκυλί με μαύρες κηλίδες. || (ιατρ.) κάθε αλλοίωση στο χρώ μα του δέρματος. γ. (ανατ.) Ωχρή ~, μέρος του αμφιβληστροειδούς στο οποίο το είδωλο του αντικειμένου σχηματίζεται με τη μεγαλύτερη ευκρίνεια. δ. (αστρον.) οι σκοτεινές περιοχές της επιφάνειας των ουράνιων σωμάτων: Hλιακές κηλίδες, στρόβιλοι αερίων στην επιφάνεια του ήλιου που εμφανίζονται ως σκοτεινές κηλίδες με διάφορα μεγέθη και χαρακτηρίζονται από περιοδικότητα. Ερυθρά ~ του Δία. 2. (μτφ.) ηθική σπίλωση: Στη ζωή μου αυτή η πράξη θα είναι μια ανεξίτηλη ~. ~ στην τιμή μου / στο όνομά μου. || H πείνα αποτελεί μαύρη ~ για τον πολιτισμό μας.

[λόγ. < αρχ. κηλίς, αιτ. -ίδα (1δ: σημδ. γαλλ. macule)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες