Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
214 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κέλητας ο [kélitas] Ο5 : άλογο ιππασίας.
[λόγ. < αρχ. κέλης, αιτ. -ητα]
- κελί το [kelí] Ο43 : I. πολύ μικρός χώρος, περιορισμένος και απομονωμένος. 1. στις φυλακές, καθένα από τα πολύ μικρά δωμάτια στα οποία κλείνουν τους φυλακισμένους: Σκοτεινό / υγρό / ανήλιαγο ~. Tο ~ των μελλοθανάτων. 2. στα μοναστήρια: α. καθένα από τα μικρά δωμάτια στα οποία μένουν οι μοναχοί: Γυμνό / ασκητικό ~. β. (πληθ.) ευρύχωρα μοναστικά οικοδομήματα που παραχωρούνται από τις μονές σε μια ομάδα δύο ή περισσότερων μοναχών, οι οποίοι ασχολούνται με γεωργικές εργασίες. || (περιπαιχτικά): Aποσυρθήκαμε στα κελιά μας, ο καθένας στο δωμάτιό του. II. κοιλότητα της κηρήθρας μέσα στην οποία οι μέλισσες αφήνουν τα αυγά τους για εκκόλαψη ή το μέλι τους.
[μσν. κελλί < ελνστ. κελλίον `δωμάτιο΄ υποκορ. του κέλλα < λατ. cella (ορθογρ. απλοπ.)]
- κελιώτης ο [ke
ótis] Ο10 : ονομασία μοναχού ο οποίος ζει στα κελιάI2β. [λόγ. < ελνστ. κελλιώτης (ορθογρ. απλοπ. κατά το κελί)]
- κελτικός -ή -ό [keltikós] Ε1 & κέλτικος -η -ο [kéltikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kέλτες ή προέρχεται από αυτούς: Kελτική γλώσσα. || (ως ουσ.) η κελτική, τα κελτικά, η κελτική γλώσσα.
κελτικά ΕΠIΡΡ σε κελτική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < ελνστ. Kελτικός `κάτοικος της Γαλατίας΄ σημδ. γαλλ. celtique· λόγ. κελτ(ικός) -ικος για προσαρμ. στη δημοτ.]
- κελύφι το [kelífi] Ο44 & κελύφιο το [kelífio] Ο41 : α. για μαξιλάρι, η θήκη η οποία περιέχει το μαλλί, το βαμβάκι ή γενικά το περιεχόμενο του μαξιλαριού. β. μαξιλαροθήκη.
[αρχ. κελύφιον με αποφυγή της χασμ. υποκορ. του κέλυφος· λόγ. < αρχ. κελύφιον]
- κέλυφος το [kélifos] Ο47 : 1. το εξωτερικό περίβλημα του αυγού (το τσόφλι) ή των οστράκων. 2. (τεχν.) οποιαδήποτε σταθερή κατασκευή η οποία περιβάλλει προστατευτικά ένα μηχανισμό. || τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή με ιδιαίτερη εφαρμογή στις κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος και χάλυβα.
[λόγ. < αρχ. κέλυφος]
- κεμεντζές ο [kemendzés] Ο13 : η ποντιακή λύρα.
[τουρκ. kemenὀe ( [-mé-] ) -ς (< περσ. keman `δοξάρι΄) με τόνο στη λήγουσα ίσως σε τουρκ. διάλ.]
- κεμέρι το [keméri] Ο44 : δερμάτινη ζώνη με ειδικές θήκες, στις οποίες φυλούσαν τα χρήματά τους σε παλαιότερες εποχές. || (λαϊκότρ., παρωχ.) πορτοφόλι, βαλάντιο, κομπόδεμα: Έχει γεμάτο το ~ του. Έχει γερό ~.
[τουρκ. kemer (από τα περσ.) -ι]
- κεμπάπ το [kebáp] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) είδος φαγητού από μικρά κομματάκια υπερβολικά καρυκευμένου κρέατος που ψήνεται συνήθ. στο φούρνο.
[τουρκ. kebap < αραβ. kebab]
- κενό το [kenó] Ο38 : 1. χώρος ή διάστημα: α. που δεν περιέχει τίποτε: Έπεσε με το αλεξίπτωτο στο ~. Παραπάτησε και βρέθηκε στο ~. || (μτφ.): Tα λόγια του έπεσαν στο ~, δεν τα πρόσεξε κανείς, δεν του έδωσαν καμία σημασία. (έκφρ.) έχω ένα ~ στο στομάχι, το αισθάνομαι άδειο. ΦΡ άλμα / πήδημα στο ~, επικίνδυνη πράξη με απρόβλεπτες, συνήθ. αρνητικές, συνέπειες. || (φυσ.) Aπόλυτο ~, θεωρητική έννοια για το χώρο στον οποίο δεν υπάρχει κανένα ίχνος ύλης. ~ (αέρος), χώρος στον οποίο έχει ελαττωθεί αισθητά η ατμοσφαιρική πίεση: Tο αεροπλάνο συνάντησε πολλά κενά. || Συσκευασία σε ~ / εν κενώ, που έχει αφαιρεθεί ο αέρας. β. που προήλθε από τη διακοπή μιας συνέχειας: Mεσολάβησε ένα ~ σιωπής. Tο χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά, λείπουν λέξεις ή γράμματα. || (προφ., στη γλώσσα του σχολείου): Tη δεύτερη ώρα έχουμε ~, δεν έχουμε μάθημα. γ. που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις· χάσμα2α: Yπάρχουν πολλά κενά στη μνήμη μου. Ο συλλογισμός σου παρουσιάζει κενά. Οι ιστορικές μου γνώσεις έχουν κενά. 2. (προφ.) θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί: Yπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση. 3. οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια: Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~. Δεν μπορεί να γεμίσει το ~ της ψυχής του.
[λόγ. < αρχ. κενόν τό `το άδειο διάστημα΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. κενός & σημδ. γαλλ. vide]