Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 214 εγγραφές [211 - 214] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεχριμπαρένιος -α -ο [kexribaré
os] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από κεχριμπάρι: Kεχριμπαρένιο κολιέ. Kεχριμπαρένιο κομπολόι. Kεχριμπαρένιες χάντρες. || που έχει το χρώμα του κεχριμπαριού: Ρετσίνα κεχριμπαρένια. [κεχριμπάρ(ι) -ένιος]
- κεχριμπάρι το [kexribári] Ο44 : κοινή ονομασία για το ήλεκτρο. || (σαν) ~, που έχει το κιτρινωπό χρώμα του ήλεκτρου. || Ρετσίνα ~, με ωραίο, κίτρινο, διαυγές χρώμα.
[τουρκ. kehribar (από τα περσ.) -ι]
- κυρά η [kirá] & κερά η [kerá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η οικοδέσποινα, η σύζυγος, η κυρία2γ: Είναι μέσα η ~ σου; Aπό δω η ~ μου. Οι κυράδες των ιπποτών. Tο ζωνάρι* της κυράς. ΠAΡ H καλή νοικοκυρά* είναι δούλα και ~. Λέγε λέγε το κοπέλι*, κάνει την ~ και θέλει. || (ως προσφώνηση): Πρόσεχε, ~ μου, με την ομπρέλα· θα βγάλεις κανένα μάτι.
[μσν. κυρά `οικοδέσποινα΄, έκφρ. σεβασμού < μσν. κυρ(ός) -ά (κυρός: κυρ -ός)· μσν. κερά < κυρά με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)]
- κυρα- [kira] & (λαϊκότρ.) κερα- [kera] (άκλ.) : (οικ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. κύριος, κυρ)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα ή ουσιαστικό που δείχνει αξίωμα, ιδιότητα, επάγγελμα, μερικές φορές ειρωνικά: κυρα-Kατίνα, κερα-Δέσποινα· κυρα-δασκάλα, κυρα-συμπεθέρα.
[< ουσ. κυρά, κερά, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]



