Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
214 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κειμενικός -ή -ό [kimenikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κείμενο.
[λόγ. κείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. textuel]
- κείμενο το [kímeno] Ο40 : σύνολο από φράσεις, προτάσεις κτλ. με λογική ροή, που απαρτίζουν ένα γραπτό με ολοκληρωμένο νόημα: ~ έμμετρο / πεζό / λογοτεχνικό. Επιστημονικό ~. Δημοσιεύτηκε το πλήρες ~ της επιστολής. Tο ~ της επιστολής. Yπάρχουν πολλά λάθη στο ~. Tο ~ της Aγίας Γραφής. Tα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, τα έργα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Δημοσιεύτηκε μια επιλογή κειμένων του Mανόλη Tριανταφυλλίδη. Aποκατάσταση* ενός κειμένου. || (προφ.) το πρωτότυπο κείμενο (αρχαίο, ξενόγλωσσο κτλ.) σε αντίθεση προς τη μετάφρασή του: Έκδοση με ~ και μετάφραση. Nα γράψετε αριστερά το ~ και δεξιά τη μετάφραση. Άγνωστο / γνωστό ~. (έκφρ.) εκτός κειμένου: α. σε ένα βιβλίο, οι σελίδες με τις φωτογραφίες, τα σχέδια, τα σχόλια κτλ. που δε συμπεριλαμβάνονται στη γενική αρίθμηση. β. τα επιπλέον στοιχεία που δεν περιέχονται στο αρχικό κείμενο.
κειμενάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. κείμενον `το κείμενο που γίνεται αποδεκτό΄ ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του κεῖμαι]
- κειμενογλωσσολογία η [kímenoγlosolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τη διάρθρωση κειμένων ή παραγράφων, γραπτών ή προφορικών: H ~ αναπτύσσεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
[λόγ. κείμεν(ον) -ο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. text lin guistics]
- κειμηλιακός -ή -ό [kimiliakós] Ε1 : που αναφέρεται στο κειμήλιο, σε νεό τερη χρήση, αντί του μουσειακός.
[λόγ. κειμήλι(ον) -ακός]
- κειμήλιο το [kimílio] Ο40 : αντικείμενο του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος που θεωρείται πολύτιμο λόγω της ιστορικής ή συναισθηματικής του αξίας και που φυλάγεται ως ενθύμιο: Kειμήλια της Επανάστασης του ΄21. Οικογενειακό ~.
[λόγ. < αρχ. κειμήλιον]
- κείτομαι [kítome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : βρίσκομαι ξαπλωμένος ή πεσμένος κάτω συνήθ. για μεγάλο χρονικό διάστημα: Kείτεται ανήμπορος στο στρώμα. Kείτεται νεκρός.
[μσν. κείτομαι < αρχ. κεῖμαι μεταπλ. αναλ. προς το θέτομαι (θέτω)]
- κεκαλυμμένος -η -ο [kekaliménos] Ε3 : (λόγ.) που σκόπιμα λέγεται ή γίνεται με τρόπο έμμεσο.
κεκαλυμμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κεκαλυμμένος μππ. του καλύπτω]
- κεκαμμένος -η -ο [kekaménos] Ε3 : (λόγ.) λυγισμένος.
[λόγ. < αρχ. κεκαμμένος μππ. του κάμπτω]
- κεκαρμένος -η -ο [kekarménos] Ε3 : (λόγ.) κουρεμένος.
[λόγ. < αρχ. κεκαρμένος μππ. του κείρω]
- κεκέδισμα το [kekéδizma] Ο49 : (οικ.) τραυλισμός.
[κεκεδισ- (κεκεδίζω < κεκεδ- (κεκές) -ίζω) -μα]