Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κε
214 εγγραφές [161 - 170]
κέρωμα το [kéroma] Ο49 : 1. επάλειψη μιας επιφάνειας με κερί. 2. το χλώμιασμα, η ωχρότητα του προσώπου, κυρίως από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα: Tο ~ του προσώπου της πρόδωσε την ταραχή της.

[κερώ(νω) -μα (διαφ. το αρχ. κήρωμα `έμπλαστρο από κερί΄)]

κερώνω [keróno] -ομαι Ρ1 : 1. καλύπτω μια επιφάνεια με κερί για να την κάνω αδιάβροχη. 2. χλωμιάζω, κυρίως από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα: Mόλις του το είπε, κέρωσε. Tο πρόσωπό του / η όψη του κέρωσε.

[κερ(ί) -ώνω (πρβ. ελνστ. κηρῶ `επαλείφω με κερί)]

κεσάτι το [kesáti] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) για ελεύθερο επάγγελμα, οι χαμηλές εισπράξεις που οφείλονται σε μειωμένη εμπορική κίνηση της αγοράς: Είχα μεγάλα κεσάτια σήμερα.

[τουρκ. kesat ]

κεσές ο [kesés] Ο13 : μικρό, στρογγυλό, αβαθές πήλινο ή και πλαστικό δοχείο, όπου πήζουν το γιαούρτι. κεσεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. kese `μικρός σάκος΄]

κέτεριγκ το [kéteriŋg] Ο (άκλ.) : η προμήθεια έτοιμων φαγητών σε εκδηλώσεις, σε δεξιώσεις, σε μεταφορικά μέσα κτλ. από οργανωμένες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις.

[λόγ. < αγγλ. catering]

κετόνη η [ketóni] Ο30 : (χημ.) ονομασία διάφορων οργανικών ενώσεων από τις οποίες πολλές έχουν μεγάλη βιομηχανική σημασία.

[λόγ. < γαλλ. cétone (-one = -όνη) σύντμ. του acétone = ακετόνη (δες λ.)]

κέτσαπ το [kétsap] Ο (άκλ.) : είδος έτοιμης σάλτσας ντομάτας: Mη βάζετε ~ σας παρακαλώ στο σάντουιτς.

[λόγ. < αγγλ. catsup, ketchup]

κετσεδένιος -α -ο [ketseδéos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από κετσέ ή που μοιάζει με κετσέ.

[κετσεδ- (κετσές) -ένιος]

κετσές ο [ketsés] Ο13 : είδος χοντρού υφάσματος από συμπιεσμένο μαλλί ή τρίχες: Σαν ~ έγιναν τα μαλλιά σου από την αλουσιά.

[τουρκ. keçe ]

κεφαλαιαγορά η [kefaleaγorá] & κεφαλαιοαγορά η [kefaleoaγorá] Ο24 : 1. προσφορά ή ζήτηση ρευστού χρήματος· χρηματαγορά: Διεθνής ~. 2. το σύνολο των χρηματιστηριακών συναλλαγών.

[λόγ. κεφαλαι(ο)-, κεφαλαιο- + αγορά]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...22   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες