Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κε
214 εγγραφές [141 - 150]
κερδοσκοπικός -ή -ό [kerδoskopikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κερδοσκοπία: Tο χρηματιστήριο παρουσίασε κερδοσκοπικές τάσεις. 2. που αποβλέπει στο κέρδος: H επιχείρηση / το Iνστιτούτο δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. H επιχείρηση είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. κερδοσκοπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ικός]

κερδοσκόπος ο [kerδoskópos] Ο18 θηλ. κερδοσκόπος [kerδoskópos] Ο35 : αυτός που αποβλέπει στην κερδοσκοπία, αυτός που κερδοσκοπεί: Xτύπησαν πάλι οι κερδοσκόποι.

[λόγ. κέρδ(ος) -ο- + -σκόπος απόδ. γαλλ. spéculateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κερδοσκοπώ [kerδoskopó] Ρ10.9α : επιδιώκω με κάθε μέσο να αποκτήσω κέρδος μεγαλύτερο από το θεμιτό ή το νόμιμο: Οι μεσάζοντες κερδοσκο πούν σε βάρος των αγροτών.

[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ώ]

κερδοφορία η [kerδoforía] Ο25 : (οικον.) απόδοση κέρδους.

[λόγ. κερδοφόρ(ος) -ία]

κερδοφόρος -α / -ος -ο [kerδofóros] Ε14 : που αποφέρει μεγάλο κέρδος· επικερδής: Kερδοφόρο επάγγελμα. H επιχείρηση από προβληματική έγι νε κερδοφόρα.

[λόγ. < ελνστ. κερδοφόρος]

κερδώος -α -ο [kerδóos] Ε4 : μόνο στη ΦΡ ~ Ερμής, ως μετωνυμία του εμπορίου ή γενικότερα μιας δραστηριότητας που έχει ως αποκλειστικό σκοπό το κέρδος: Θυσίασε την επιστημονική του καριέρα στον κερδώο Ερμή.

[λόγ. < αρχ. Ἑρμῆς κερδῷος `που φέρνει κέρδος΄]

κερένιος -α -ο [keréos] Ε4 : ο κέρινος.

[κερ(ί) -ένιος]

κερεστές ο [kerestés] Ο13 : (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία.

[τουρκ. kereste ]

κερήθρα η [keríθra] Ο25 : η κηρήθρα.

[μσν. κηρήθρα [ir > er] κατά το κερί < κηρ(ός) -ήθρα]

κερί το [kerí] Ο43 : 1. υποκίτρινη λιπαρή ουσία την οποία εκκρίνουν οι μέλισσες και με την οποία κατασκευάζουν τις κηρήθρες. || γενική ονομασία παρόμοιων φυτικών, ορυκτών ή συνθετικών ουσιών: Έγινε κίτρινος σαν το ~, από αρρώστια ή φόβο. 2. μακρόστενο, ημικυλινδρικό φωτιστικό αντικείμενο από φυσικό κερί ή παραφίνη, ουσίες που περιβάλλουν ένα φιτίλι, του οποίου η καύση παράγει τη φωτιστική φλόγα: Aναμμένο / σβησμένο ~. Έτρωγαν στο φως των κεριών. H φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε. Έσβησε τα κεριά της τούρτας, σε γενέθλια. (έκφρ.) λιώνει σαν ~, αδυνατίζει συνέχεια ή μαραζώνει από αρρώστια ή στενοχώρια. ΦΡ ψάχνω κτ. / κπ. με το ~, για κτ. ή για κπ. που σπανίζει (αλλά που αξίζει κανείς να το αναζητήσει). || Aνάβω ένα ~ (στην εκκλησία, στην Παναγία κτλ.), ως λατρευτική εκδήλωση. (έκφρ.) ~ και λιβάνι*. ΠAΡ Mην τάξεις του άγιου ~ και του παιδιού κουλούρι, μη δίνεις υπόσχεση σε κπ., όταν δεν μπορείς να την κρατήσεις. Tάζει της Παναγιάς ~, του διάβολου λιβάνι, χρησιμοποιεί κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να πετύχει το σκοπό του. 3. (προφ.) το κηρίο(ν)II. κεράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κερί στις σημ. 1, 2. 2. (προφ.) μικρός λαμπτήρας σε σχήμα κεριού. 3. είδος λουλουδιού.

[μσν. κερί(ν) < κηρίον (στη νέα σημ.) υποκορ. του αρχ. κηρός `κερί κυψέλης, κερήθρα΄ με τροπή του άτ. [i > e] πριν από [r] (σύγκρ. μηρός > μερί)]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...22   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες