Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κενό
11 εγγραφές [1 - 10]
κενό το [kenó] Ο38 : 1. χώρος ή διάστημα: α. που δεν περιέχει τίποτε: Έπεσε με το αλεξίπτωτο στο ~. Παραπάτησε και βρέθηκε στο ~. || (μτφ.): Tα λόγια του έπεσαν στο ~, δεν τα πρόσεξε κανείς, δεν του έδωσαν καμία σημασία. (έκφρ.) έχω ένα ~ στο στομάχι, το αισθάνομαι άδειο. ΦΡ άλμα / πήδημα στο ~, επικίνδυνη πράξη με απρόβλεπτες, συνήθ. αρνητικές, συνέπειες. || (φυσ.) Aπόλυτο ~, θεωρητική έννοια για το χώρο στον οποίο δεν υπάρχει κανένα ίχνος ύλης. ~ (αέρος), χώρος στον οποίο έχει ελαττωθεί αισθητά η ατμοσφαιρική πίεση: Tο αεροπλάνο συνάντησε πολλά κενά. || Συσκευασία σε ~ / εν κενώ, που έχει αφαιρεθεί ο αέρας. β. που προήλθε από τη διακοπή μιας συνέχειας: Mεσολάβησε ένα ~ σιωπής. Tο χειρόγραφο παρουσιάζει πολλά κενά, λείπουν λέξεις ή γράμματα. || (προφ., στη γλώσσα του σχολείου): Tη δεύτερη ώρα έχουμε ~, δεν έχουμε μάθημα. γ. που δημιουργείται από ελλείψεις, παραλείψεις· χάσμα: Yπάρχουν πολλά κενά στη μνήμη μου. Ο συλλογισμός σου παρουσιάζει κενά. Οι ιστορικές μου γνώσεις έχουν κενά. 2. (προφ.) θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί: Yπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση. 3. οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια: Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~. Δεν μπορεί να γεμίσει το ~ της ψυχής του.

[λόγ. < αρχ. κενόν τό `το άδειο διάστημα΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. κενός & σημδ. γαλλ. vide]

κενο- [eno] & κενό- [enó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. προσθέτει στο β' συνθετικό: 1. την έννοια χωρίς ουσία, χωρίς περιεχόμενο: κενόδοξος, κενόσοφος· ~φροσύνη· ~λογώ. 2. τη σημασία άδειος, κενός: ~τάφιο.

[λόγ. < αρχ. κενο- θ. του επιθ. κενός ως α' συνθ.: αρχ. κενο-τάφιον, ελνστ. κενό-δοξος]

κενοδοξία η [kenoδoksía] Ο25 : η ματαιοδοξία.

[λόγ. < ελνστ. κενοδοξία]

κενόδοξος -η -ο [kenóδoksos] Ε5 : ο ματαιόδοξος.

[λόγ. < ελνστ. κενόδοξος]

κενολογία η [kenolojía] Ο25 : λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.

[λόγ. < ελνστ. κενολογία]

κενολόγος -ος -ο [kenolóγos] Ε14 : που λέει κενολογίες. || (ως ουσ.) ο κενολόγος.

[λόγ. < ελνστ. κενολόγος]

κενολογώ [kenoloγó] Ρ10.9α : λέω κενολογίες.

[λόγ. < αρχ. κενολογῶ]

κενός -ή -ό [kenós] Ε1 : 1. που δεν περιέχει τίποτε· άδειος: ~ χώρος. Kενές φιάλες. Kενό ταμείο. 2α. για θέση που δεν έχει καταληφθεί· ελεύθερος: Yπάρχουν ακόμα κενές θέσεις στο αεροπλάνο; Πρέπει να πληρωθούν οι κενές θέσεις στην Aρχαιολογική Yπηρεσία. H έδρα της λαογραφίας παραμένει κενή. β. για χρόνο ελεύθερο από μια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση: Στις κενές μου ώρες ασχολούμαι με… Tην τρίτη ώρα την έχω κενή. 3. (μτφ.) α. που δεν έχει ή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί· ανεκπλήρωτος, μάταιος: Kενές υποσχέσεις. Kενές ελπίδες. β. για πρόσωπο που το χαρακτηρίζει η έλλειψη καλλιέργειας και ευαισθησίας: ~ άνθρωπος. || Kενά λόγια. Άνθρωπος ~ περιεχομένου*. Yποσχέσεις κενές περιεχομένου. ~ νοήματος. 4. (ως ουσ.) το κενό*.

[λόγ. < αρχ. κενός `άδειος, κούφιος (μτφ.)΄]

κενοτάφιο το [kenotáfio] Ο42 : ταφικό μνημείο το οποίο έχει αναγερθεί προς τιμήν νεκρών οι οποίοι όμως δεν έχουν ενταφιαστεί στο συγκεκριμένο χώρο.

[λόγ. < αρχ. κενοτάφιον]

κενότητα η [kenótita] Ο28 : η ιδιότητα του κενού, η έλλειψη καλλιέργειας και ευαισθησίας. || H ~ των λόγων, η απουσία νοήματος, ουσίας, περιεχομένου.

[λόγ. < αρχ. κενότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες