Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κενοδοξία
1 εγγραφή
κενοδοξία η [kenoδoksía] Ο25 : η ματαιοδοξία.

[λόγ. < ελνστ. κενοδοξία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες